Δεν ήσουν εκεί.
Άρχισα τις πρώτες συλλαβές, δοκίμασα τα πρώτα βήματα.
Ενθουσιασμός, χειροκρoτήματα, φωτογραφίες, βίντεο.
Ίσως είχε περάσει καιρός από τότε που έκανες τα δικά σου.
Ίσως πάλι να ήταν πολύ νωρίς ακόμα για σένα.
Σίγουρα, δεν ήσουν εκεί.
Πήρα τους δρόμους και μεγάλωσα.
Με ποδόσφαιρο στις αλάνες, ποδήλατο στα χωράφια, εξορμήσεις στη θάλασσα.
Δοκίμασα και δοκιμάστηκα.
Τα όνειρα για το μέλλον ξεπερνούσαν το ανθρώπινο.
Εξερεύνησα τον κόσμο, το κορμί μου, κορμιά ξένα.
Σε βρήκα για μια στιγμή - ή μήπως το φαντάστηκα;
Κι όλα είχαν το χρώμα σου, όλα το άρωμά σου.
Εσύ τα είχες βάψει, ή άπλωνα παντού ότι σε θυμίζει, για να 'ρθείς;
Όμως, δεν ήρθες..
Άλλαξα το τζιν με κουστούμι.
Μπήκα σε γραφεία, συνεδριάσεις, συναντήσεις.
Τηλέφωνα να μη σιωπούν, προθεσμίες, δουλειά, δουλεία, υπερωρία.
Άκουγα πιο αραιά μουσική, πιο λίγο την επιθυμία.
Συνήθισα να μη σε βλέπω - δεν ήξερα καν πως μοιάζεις!
Και όταν τα βράδια, με τα μάτια κλειστά φανταζόμουν πως θα ήταν αν ήταν,
πονούσε δυο φορές το άδειο κρεβάτι.
Που ήσουν, γαμώτο;
Γάμοι, βαφτίσεις, χωρισμοί, κλάματα, γενέθλια.
Ήμουν πάντα εκεί. Σε όλα.
Επειδή ήθελα. Επειδή έπρεπε. Επειδή μπορούσε να σε βρω.
Κάποτε σε έψαχνα, ανυπομονούσα, απογοητευόμουν.
Κάποτε έψαχνα απλά ακόμα ένα ποτό.
Μια παρηγοριά.
Μια λησμονιά.
Και ξέχασα..
Έμαθα να υπάρχω έτσι. Όχι να ζω. Να υπάρχω.
Γέρασα.
Άγνωστα πρόσωπα με φροντίζουν.
Αν είναι συγγενείς ή νοσοκόμοι, δεν ξέρω.
Σε εχώ βρει και δεν το θυμάμαι;
Μέσα από θολά μάτια, βλέπω τα χέρια μου χωρίς να τ'αναγνωρίζω.
Τα σαλεύω αλλά με δυσκολία κλείνουν. Το μόνο που κρατάω είναι το κενό.
Το κενό που δε γέμισες..
Δεν ήρθες ποτέ..
Άρχισα τις πρώτες συλλαβές, δοκίμασα τα πρώτα βήματα.
Ενθουσιασμός, χειροκρoτήματα, φωτογραφίες, βίντεο.
Ίσως είχε περάσει καιρός από τότε που έκανες τα δικά σου.
Ίσως πάλι να ήταν πολύ νωρίς ακόμα για σένα.
Σίγουρα, δεν ήσουν εκεί.
Πήρα τους δρόμους και μεγάλωσα.
Με ποδόσφαιρο στις αλάνες, ποδήλατο στα χωράφια, εξορμήσεις στη θάλασσα.
Δοκίμασα και δοκιμάστηκα.
Τα όνειρα για το μέλλον ξεπερνούσαν το ανθρώπινο.
Εξερεύνησα τον κόσμο, το κορμί μου, κορμιά ξένα.
Σε βρήκα για μια στιγμή - ή μήπως το φαντάστηκα;
Κι όλα είχαν το χρώμα σου, όλα το άρωμά σου.
Εσύ τα είχες βάψει, ή άπλωνα παντού ότι σε θυμίζει, για να 'ρθείς;
Όμως, δεν ήρθες..
Άλλαξα το τζιν με κουστούμι.
Μπήκα σε γραφεία, συνεδριάσεις, συναντήσεις.
Τηλέφωνα να μη σιωπούν, προθεσμίες, δουλειά, δουλεία, υπερωρία.
Άκουγα πιο αραιά μουσική, πιο λίγο την επιθυμία.
Συνήθισα να μη σε βλέπω - δεν ήξερα καν πως μοιάζεις!
Και όταν τα βράδια, με τα μάτια κλειστά φανταζόμουν πως θα ήταν αν ήταν,
πονούσε δυο φορές το άδειο κρεβάτι.
Που ήσουν, γαμώτο;
Γάμοι, βαφτίσεις, χωρισμοί, κλάματα, γενέθλια.
Ήμουν πάντα εκεί. Σε όλα.
Επειδή ήθελα. Επειδή έπρεπε. Επειδή μπορούσε να σε βρω.
Κάποτε σε έψαχνα, ανυπομονούσα, απογοητευόμουν.
Κάποτε έψαχνα απλά ακόμα ένα ποτό.
Μια παρηγοριά.
Μια λησμονιά.
Και ξέχασα..
Έμαθα να υπάρχω έτσι. Όχι να ζω. Να υπάρχω.
Γέρασα.
Άγνωστα πρόσωπα με φροντίζουν.
Αν είναι συγγενείς ή νοσοκόμοι, δεν ξέρω.
Σε εχώ βρει και δεν το θυμάμαι;
Μέσα από θολά μάτια, βλέπω τα χέρια μου χωρίς να τ'αναγνωρίζω.
Τα σαλεύω αλλά με δυσκολία κλείνουν. Το μόνο που κρατάω είναι το κενό.
Το κενό που δε γέμισες..
Δεν ήρθες ποτέ..
No comments:
Post a Comment