Κάποτε σε ακούω να μου μιλάς. Χωρίς λόγια, χωρίς λόγο. Απλά σε ακούω. Να σχολιάζεις κάτι που λέω, να επικρίνεις κάτι που κάνω. Να μου δίνεις τη δική σου ρεαλιστική εξήγηση, τη δική σου διάγνωση.
Και είναι η φωνή σου όπως τη θυμάμαι: λογική. Αυστηρή. Σοβαρή. Κοφτερή.
Αλλά με αυτή τη γλυκάδα του πειράγματος, που έδειχνε πόσο μ'ήξερες, πόσο νοιαζόσουν.
Μιλάμε ώρες κάποιες φορές, δυνατά κάποτε. Και σε φαντάζομαι να με λες ανώριμο, και να γελάς, να σε προδίδουν τα μάτια σου και τα μάγουλα που σκάνε προς τα πάνω, όσο και αν το κρύβεις στα μεγαλίστικα ύφη σου.
Πολλές φορές φωνάζεις. Μου φωνάζεις. Που δεν έδειξα πυγμή, που δεν κατάφερα να είμαι αυτό που έπρεπε, αυτό που χρόνια πριν, χρόνια μετά φανταζόμουν.
Γι αυτό ακούω μουσική συνεχώς, για να πνίξω τη φωνή σου. Να σε κάνω να σωπάσεις. Αλλάζω τραγούδια και μελωδίες για να σε κάνω να σωπάσεις. Μα άμαν ο στίχος θυμίζει εσένα, είναι σαν να μου ψιθυρίζεις τα λόγια, σαν να μου τραγουδάς. Και είναι η φωνή σου όπως τη θυμάμαι.